- περιώσιος
- και αιολ. τ. περώσιος, -ον, Α1. άπειρος, πολυπληθής (α. «περιώσια χρήματα», Σόλ.β. «περιώσια φῡλα», Απολλ. Ροδ.)2. σπάνιος3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) περιώσιον και περιώσιαυπέρμετρα, υπερβολικά4. φρ. «περιώσιον ἄλλων» — περισσότερο από τους άλλους, πάνω από τους άλλους.επίρρ...περιωσίωςυπέρμετρα, υπερβολικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τής πρόθεσης περί, σχηματισμένος πιθ. αναλογικά προς το ἐτώσιος (< ἐτός[Ι] «μάταια, χωρίς λόγο»). Κατά το περιώσιος, εξάλλου, έχει σχηματιστεί το ὑπερώσιος].
Dictionary of Greek. 2013.